- χλωρ(ο)-
- ΝΜΑα' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό-πτιλος, χλωρο-φύλλη) όσο και τη σημασία τού φρέσκου, τού νωπού (πρβλ. χλωρό-τομος, χλωρο-τύρι), ενώ σε ορισμένα σύνθετα έχει τη σημασία τής χλωρής βλάστησης, τής χλόης (πρβλ. χλωρο-φάγος, χλωρο-φόρος). Ειδικότερα στη Νέα Ελληνική, το α' συνθετικό χλωρ(ο)- απαντά σε πολλούς, αντιδάνειους, επιστημονικούς όρους (πρβλ. χλωρο-φύλλη < γαλλ. chloro-phylle) και ειδικότερα τής χημ. ορολογίας, για να δηλώσει την παρουσία ενός ατόμου χλωρίου σε μια χημική ένωση (πρβλ. χλωρο-φαινόλη < αγγλ. chloro-phenol).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό χλωρ(ο)-: αρχ. χλωραύχην, χλωροειδής, χλωρόκομος, χλωρομέλας, χλωροποιός, χλωρόπτιλος, χλωρότομος, χλωροφόροςμσν.χλωροφάγοςνεοελλ.χλωραιθάνιο, χλωραιθέρας, χλωραιμία, χλωραμίνη, χλωραναιμία, χλωρανθία, χλωράσβεστος, χλωρέγχυμα, χλωροβενζόλιο, χλωρόκλαδο, χλωρομεθάνιο, χλωρόξυλο, χλωροπλάστης, χλωροτύρι, χλωρουραιμία, χλωροφαινόλη, χλωροφανής, χλωροφόρμιο, χλωροφύλλη, χλωρόφυτο, χλωρυδρία.
Dictionary of Greek. 2013.